- ξενῶνα
- ξενώνguest-chambermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ξένωνα — Ξένων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενώνας νεότητας — Κέντρο διανυκτέρευσης και ανάπαυσης για νέους με διαφορετική προέλευση, φυλή και εθνικότητα, οι οποίοι ταξιδεύουν για αναψυχή, μελέτη ή για αθλητικούς σκοπούς. Ο ξενώνας βρίσκεται υπό την επίβλεψη μιας οικογένειας και είναι οργανωμένος κατά τον… … Dictionary of Greek
αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… … Dictionary of Greek
Αγίας Θεοδώρας, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στη Θεσσαλονίκη το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Στη βυζαντινή περίοδο το μοναστήρι ήταν γυναικείο και το καθολικό του ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Στέφανο του οποίου είχε το όνομα. Τον 9o αι. μόνασε εκεί η Αγία… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρουπόλεως, Ιερά Μητρόπολη — Η ΙΜΑ έχει έδρα την Αλεξανδρούπολη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 61 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 80 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιοχές Σαμοθράκης,… … Dictionary of Greek
Ελλάνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (; – 406; π.Χ.). Αν και μεταγενέστερος του Εκαταίου και του Ηροδότου, συνέλεξε μύθους και παραδόσεις κατά τον τρόπο των παλαιότερων λαογράφων. Τέτοια είναι τα έργα του για τις θεσσαλικές, αργολικές και… … Dictionary of Greek
Μάνσφιλντ, Κάθριν — (Katherine Mansfield, Γουέλινγκτον, Νέα Ζηλανδία 1888 – Φοντενεμπλό, Γαλλία 1923). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας διηγηματογράφου Κάθλιν Μάνσφιλντ Μποσάμ (Kathleen Mannsfield Beauchamp). Ήταν κόρη μιας μεσοαστικής οικογένειας Άγγλων οι οποίοι … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
Σαμψών — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ευγενής και πλούσιος Ρωμαίος, γιατρός και συγγενής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανάπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Εκεί, με τη συνδρομή του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek